- σολμιζάρισμα
- το, Νμουσ. ο σολμισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σολμισμός — ο, Ν μουσ. σύστημα ονοματοθεσίας τών φθόγγων με τη βοήθεια συλλαβών, αλλ. σολμιζάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. solmization < sol «σολ» + mi «μι»] … Dictionary of Greek